δάρτης — ο 1. αυτός που δέρνει. 2. ξύλινο όργανο με το οποίο χτυπούν το καλαμπόκι, για να πέσουν οι σπόροι από το κοτσάνι. 3. ξύλο με το οποίο αναταράζουν το γάλα, για να βγάλουν το βούτυρο, γαλαχτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαρτῶν — δάρτης one who flogs masc gen pl δαρτός flayed fem gen pl δαρτός flayed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
νεοδάρτης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔδεσμά τι ἀβυρτακῶδες», δηλαδή με αβυρτάκη, δυνατό καρύκευμα από φυτά με έντονη γεύση και οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δάρτης (< δέρω «γδέρνω»)] … Dictionary of Greek
φιλοδάρτης — ὁ, ΜΑ μοχθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δάρτης «αυτός που δέρνει» (< δέρω)] … Dictionary of Greek